- ποσάπους
- -οδος, ὁ, ἡ, Απόσων ποδών, με πόσο μήκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πούς «πόδι», κατά τα δί-πους, τετρά-πους κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποσάπουν — ποσάπους of how many feet? masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek